虏
虜
虏 ελληνικός ορισμός
lǔ
- φυλακισμένος
lǔ
- φυλακισμένος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 虏, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 俘虏 (fú lǔ) : αιχμάλωτος