俘虏 έννοια και προφορά

俘虏
Απλοποιημένη λέξη
俘虜
Παραδοσιακή λέξη

俘虏 ελληνικός ορισμός

fú lǔ

  • αιχμάλωτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fú): πιάνω
  • (lǔ): φυλακισμένος