虐
虐 ελληνικός ορισμός
nüè
- κατάχρηση
nüè
- κατάχρηση
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 虐, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 虐待 (nvè dài) : κατάχρηση