虚
虛
虚 ελληνικός ορισμός
xū
- φανταστικο
xū
- φανταστικο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 吁 : φωνάζω
- 呴 : breathe on; yawn; roar;
- 嘘 : to exhale slowly; to hiss; hush!;
- 墟 : αγορά
- 媭 : (dialect) elder sister (old);
- 嬬 : mistress, concubine; weak;
- 戌 : 11th earthly branch: 7-9 p.m., 9th solar month (8th October-6th November), year of the Dog;
- 旴 : dawn;
- 欨 : to blow or breathe upon to smile;
- 歔 : to snort;
- 盱 : anxious; stare;
- 縃 : fine silk;
- 繻 : fine silk;
- 胥 : all; assist; to store;
- 訏 : to boast; great; large;
- 谞 : (literary) ability and wisdom; scheme; stratagem;
- 鑐 : bolt of a Chinese lock;
- 需 : χρειάζομαι
- 須 : To be
- 须 : πρέπει
- 魖 : black; see 黑魖魖[hei1 xu1 xu1];
Λέξεις που περιέχουν 虚, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 谦虚 (qiān xū) : μετριόφρων
- 虚心 (xū xīn) : μετριόφρων
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 空虚 (kōng xū) : κενότητα
- 虚假 (xū jiǎ) : ψευδής
- 虚荣 (xū róng) : ματαιοδοξία
- 虚伪 (xū wěi) : υποκριτικός