蛙 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

蛙 ελληνικός ορισμός

  • frog
  • CL:隻|只[zhi1]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : σκάβω
  • : to clutch; to grab; to capture;
  • : depression; sunken; swamp;
  • : to form hollow; pit;
  • : to dig; to scoop out;
  • : lowland swamp;