蜡
                
                
                    
                    Απλοποιημένος χαρακτήρας
                    
                
            
                        蠟
                    
                    
                        Παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                蜡 ελληνικός ορισμός
        
            là
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - κερί
là
- κερί
