蜡 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

蜡 ελληνικός ορισμός

  • κερί

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to destroy; to rip; to tear open;
  • : to plant trees (old);
  • : scabies; scald-head;
  • : 12th lunar month; preserved (meat, fish etc);
  • : Japanese variant of 蠟|蜡[la4];
  • : ζεστό
  • : solder; tin;
  • : bald; scabby;

Λέξεις που περιέχουν 蜡, ανά επίπεδο HSK