蜷 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

蜷 ελληνικός ορισμός

quán

  • to curl up (like a scroll)
  • to huddle
  • Melania libertina
  • wriggle (as a worm)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : immortal;
  • : όλα
  • : earnest;
  • : γροθιά
  • : σωστά
  • : άνοιξη
  • : one-color bullock;
  • : jade; shell;
  • : to recover (from illness);
  • : bamboo fish trap;
  • : (fragrant plant);
  • : Aulacophora femoralis;
  • : to explain; to comment; to annotate;
  • : to curl up; to crouch;
  • : to curl up;
  • : limited (of talent or ability); (archaic) solid wheel (without spokes);
  • : aldehyde;
  • : to estimate; to select;
  • : cheek bones;
  • : to curl; curled;