泉
泉 ελληνικός ορισμός
quán
- άνοιξη
quán
- άνοιξη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 佺 : immortal;
- 全 : όλα
- 惓 : earnest;
- 拳 : γροθιά
- 权 : σωστά
- 牷 : one-color bullock;
- 瑔 : jade; shell;
- 痊 : to recover (from illness);
- 筌 : bamboo fish trap;
- 荃 : (fragrant plant);
- 蜷 : to curl up (like a scroll); to huddle; Melania libertina; wriggle (as a worm);
- 蠸 : Aulacophora femoralis;
- 诠 : to explain; to comment; to annotate;
- 跧 : to curl up; to crouch;
- 踡 : to curl up;
- 辁 : limited (of talent or ability); (archaic) solid wheel (without spokes);
- 醛 : aldehyde;
- 铨 : to estimate; to select;
- 颧 : cheek bones;
- 鬈 : to curl; curled;
Παραδείγματα ποινών με 泉
-
我买了两瓶矿泉水。
Wǒ mǎile liǎng píng kuàngquán shuǐ.
Λέξεις που περιέχουν 泉, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 矿泉水 (kuàng quán shuǐ) : μεταλλικό νερό
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 源泉 (yuán quán) : πηγή