袜
襪
袜 ελληνικός ορισμός
wà
- κάλτσες
wà
- κάλτσες
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 腽 : blubber (animal fat);
Παραδείγματα ποινών με 袜
-
我把袜子洗干净了。
Wǒ bǎ wàzi xǐ gānjìngle.
Λέξεις που περιέχουν 袜, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 袜子 (wà zi) : κάλτσα