袜子
襪子
袜子 ελληνικός ορισμός
wà zi
- κάλτσα
wà zi
- κάλτσα
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 袜子
-
我把袜子洗干净了。
Wǒ bǎ wàzi xǐ gānjìngle.