谉 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

谉 ελληνικός ορισμός

shěn

  • to investigate
  • to try (in court)

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (literary) to smile; to sneer;
  • : wife of father's younger brother;
  • : εξετάζω
  • : liquid; to pour;
  • : (interrog.);
  • : to know; to reprimand; to urge; to long for; to tell; to inform;