审
審
审 ελληνικός ορισμός
shěn
- εξετάζω
shěn
- εξετάζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 审, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 审查 (shěn chá) : ανασκόπηση
- 审理 (shěn lǐ) : δίκη
- 审美 (shěn měi) : αισθητικός
- 审判 (shěn pàn) : δίκη