趟 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

趟 ελληνικός ορισμός

tàng

  • ταξίδι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 趟

  • 上个月我去了一趟北京。
    Shàng gè yuè wǒ qùle yī tàng běijīng.

Λέξεις που περιέχουν 趟, ανά επίπεδο HSK