躺 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

躺 ελληνικός ορισμός

tǎng

  • ξαπλωνω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αν
  • : if; unexpectedly;
  • : state treasury; public funds;
  • : to drip; to trickle; to shed (tears);

Παραδείγματα ποινών με 躺

  • 他看了看表,躺下接着睡觉。
    Tā kànle kàn biǎo, tǎng xià jiēzhe shuìjiào.
  • 她躺在床上睡着了。
    Tā tǎng zài chuángshàng shuìzhele.

Λέξεις που περιέχουν 躺, ανά επίπεδο HSK