躺
躺 ελληνικός ορισμός
tǎng
- ξαπλωνω
tǎng
- ξαπλωνω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 躺
-
他看了看表,躺下接着睡觉。
Tā kànle kàn biǎo, tǎng xià jiēzhe shuìjiào. -
她躺在床上睡着了。
Tā tǎng zài chuángshàng shuìzhele.
Λέξεις που περιέχουν 躺, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
躺 (tǎng): ξαπλωνω
-