踼 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

踼 ελληνικός ορισμός

táng

  • to fall flat
  • to fall on the face

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : ισχυρή γεύση
  • : αίθουσα
  • : λιμνούλα
  • : to keep out; to hold off; to ward off; to evade; to spread; to coat; to smear; to daub;
  • : cherry-apple;
  • : noncoagulative; pond;
  • : to warm; to toast;
  • : (jade);
  • : ζάχαρη
  • : οπή
  • : variety of small cicada with a green back and a clear song (in ancient books);
  • : praying mantis;
  • : red; crimson;
  • : carbohydrate; old variant of 糖[tang2];