堂
堂 ελληνικός ορισμός
táng
- αίθουσα
táng
- αίθουσα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 唐 : ισχυρή γεύση
- 塘 : λιμνούλα
- 搪 : to keep out; to hold off; to ward off; to evade; to spread; to coat; to smear; to daub;
- 棠 : cherry-apple;
- 溏 : noncoagulative; pond;
- 煻 : to warm; to toast;
- 瑭 : (jade);
- 糖 : ζάχαρη
- 膛 : οπή
- 螗 : variety of small cicada with a green back and a clear song (in ancient books);
- 螳 : praying mantis;
- 赯 : red; crimson;
- 踼 : to fall flat; to fall on the face;
- 醣 : carbohydrate; old variant of 糖[tang2];
Λέξεις που περιέχουν 堂, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 天堂 (tiān táng) : παράδεισος