蹁 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

蹁 ελληνικός ορισμός

pián

  • to limp

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (tree);
  • : callous on hand or foot;
  • : (of a pair of horses) to pull side by side; to be side by side; to be fused together; parallel (literary style);