躏 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

躏 ελληνικός ορισμός

lìn

  • to trample down
  • to oppress
  • to overrun
  • see 蹂躪|蹂躏[rou2 lin4]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά