逡
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            逡 ελληνικός ορισμός
        
            qūn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - to shrink back (from sth)
qūn
- to shrink back (from sth)
