遀
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            遀 ελληνικός ορισμός
        
            suí
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - 畧
suí
- 畧
