鎹 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

鎹 ελληνικός ορισμός

róng

  • Japanese kokuji pr. kasugai
  • cramp
  • tie

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : (used in female names);
  • : περιεχόμενο
  • : lofty;
  • : generic term for weapons (old); army (matters); military affairs;
  • : Japanese variant of 榮|荣[rong2];
  • : banyan tree; Ficus wightiana;
  • : Wing
  • : down; felt;
  • : τήκω
  • : to smelt; to fuse;
  • : marmoset (zoology);
  • : gem ornaments for belts;
  • : βελούδο
  • : wool of sheep;
  • : confused; fluffy; luxuriant growth;
  • : ρονγκ
  • : short name for Chengdu 成都[Cheng2 du1];
  • : salamander;
  • : τήκω
  • : to smelt; to fuse; variant of 熔[rong2];