钩
鉤
钩 ελληνικός ορισμός
gōu
- άγκιστρο
gōu
- άγκιστρο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 钩, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 钩子 (gōu zi) : άγκιστρο