铒
                
                
                    
                    Απλοποιημένος χαρακτήρας
                    
                
            
                        鉺
                    
                    
                        Παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                铒 ελληνικός ορισμός
        
            ěr
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - έρβιο
ěr
- έρβιο
