饵
                
                
                    
                    Απλοποιημένος χαρακτήρας
                    
                
            
                        餌
                    
                    
                        Παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                饵 ελληνικός ορισμός
        
            ěr
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - δόλωμα
ěr
- δόλωμα
