镣 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

镣 ελληνικός ορισμός

liào

  • fetters
  • leg-irons
  • shackles

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 㦰
  • : to give a backward kick (e.g. of a horse);
  • : to put down; to leave behind; to throw or knock down; to abandon or discard;
  • : υλικό
  • : to watch from a height or distance; to survey;