閺 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

閺 ελληνικός ορισμός

wén

  • to look down

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κείμενο
  • : (Cantonese) to simmer; to cook over a slow fire;
  • : πρότυπο
  • : mosquito;
  • : μυρωδιά
  • : wen xiang, Henan province;
  • : multicolored clouds;