炆 Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας 炆 ελληνικός ορισμός wén (Cantonese) to simmer to cook over a slow fire Χαρακτήρες με την ίδια προφορά 文 : κείμενο 纹 : πρότυπο 蚊 : mosquito; 閺 : to look down; 闻 : μυρωδιά 阌 : wen xiang, Henan province; 雯 : multicolored clouds; 蚊 揾