雨 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

雨 ελληνικός ορισμός

  • βροχή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 惢
  • : εναντίον
  • : δίνω
  • : hunchbacked;
  • : big;
  • : herd; stag; buck;
  • : prison; to imprison;
  • : horse stable; frontier;
  • : γιου
  • : bad; useless; weak;
  • 屿 : γιου
  • : percussion instrument shaped as a hollow wooden tiger, with serrated strip across the back, across which one runs a drumstick;
  • : stack of grain; dry measure equivalent to 16 斗[dou3] or 160 liters;
  • : (chalcedony);
  • : to maltreat (as prisoners);
  • : Yu the Great (c. 21st century BC), mythical leader who tamed the floods; surname Yu;
  • : bad; useless; weak;
  • : φτερό
  • : versus
  • : γλώσσα
  • : irregular teeth;

Παραδείγματα ποινών με 雨

  • 明天下午下雨。
    Míngtiān xiàwǔ xià yǔ.
  • 明天是不会下雨的。
    Míngtiān shì bù huì xià yǔ de.
  • 昨天下雨老师。
    Zuótiān xià yǔ lǎoshī.
  • 今天喜欢雨了。
    Jīntiān xǐhuān yǔle.
  • 昨天下雨了。
    Zuótiān xià yǔle.

Λέξεις που περιέχουν 雨, ανά επίπεδο HSK