宇 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

宇 ελληνικός ορισμός

  • γιου

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 惢
  • : εναντίον
  • : δίνω
  • : hunchbacked;
  • : big;
  • : herd; stag; buck;
  • : prison; to imprison;
  • : horse stable; frontier;
  • : bad; useless; weak;
  • 屿 : γιου
  • : percussion instrument shaped as a hollow wooden tiger, with serrated strip across the back, across which one runs a drumstick;
  • : stack of grain; dry measure equivalent to 16 斗[dou3] or 160 liters;
  • : (chalcedony);
  • : to maltreat (as prisoners);
  • : Yu the Great (c. 21st century BC), mythical leader who tamed the floods; surname Yu;
  • : bad; useless; weak;
  • : φτερό
  • : versus
  • : γλώσσα
  • : βροχή
  • : irregular teeth;

Λέξεις που περιέχουν 宇, ανά επίπεδο HSK