飘
飄
飘 ελληνικός ορισμός
piāo
- με τον άνεμο
piāo
- με τον άνεμο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 飘, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
飘 (piāo): με τον άνεμο
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 飘扬 (piāo yáng) : ταραχή