改革 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 改革 ελληνικός ορισμός gǎi gé μεταρρύθμιση HSK level HSK 5 Χαρακτήρες 改 (gǎi): αλλαγή 革 (gé): δέρμα