改 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

改 ελληνικός ορισμός

gǎi

  • αλλαγή

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 改

  • 我已经改变了计划。
    Wǒ yǐjīng gǎibiànle jìhuà.
  • 城市已经发生了很大的改变。
    Chéngshì yǐjīng fāshēngle hěn dà de gǎibiàn.
  • 请在原来的基础上再改一改。
    Qǐng zài yuánlái de jīchǔ shàng zài gǎi yī gǎi.
  • 请按照要求把报告改一下。
    Qǐng ànzhào yāoqiú bǎ bàogào gǎi yīxià.

Λέξεις που περιέχουν 改, ανά επίπεδο HSK