改
改 ελληνικός ορισμός
gǎi
- αλλαγή
gǎi
- αλλαγή
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 改
-
我已经改变了计划。
Wǒ yǐjīng gǎibiànle jìhuà. -
城市已经发生了很大的改变。
Chéngshì yǐjīng fāshēngle hěn dà de gǎibiàn. -
请在原来的基础上再改一改。
Qǐng zài yuánlái de jīchǔ shàng zài gǎi yī gǎi. -
请按照要求把报告改一下。
Qǐng ànzhào yāoqiú bǎ bàogào gǎi yīxià.
Λέξεις που περιέχουν 改, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 改变 (gǎi biàn) : αλλαγή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 改革 (gǎi gé) : μεταρρύθμιση
- 改进 (gǎi jìn) : βελτιώσει
- 改善 (gǎi shàn) : βελτιώσει
- 改正 (gǎi zhèng) : σωστός
- 修改 (xiū gǎi) : τροποποιώ
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 改良 (gǎi liáng) : βελτιώσει