上瘾 έννοια και προφορά

上瘾
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

上瘾 ελληνικός ορισμός

shàng yǐn

  • εθισμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shàng): επί
  • (yǐn): εθισμός