瘾
癮
瘾 ελληνικός ορισμός
yǐn
- εθισμός
yǐn
- εθισμός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㐆 : component in Chinese character 殷[yin1];
- 㥯 : cautious;
- 尹 : to administer; to oversee; to run; magistrate (old);
- 引 : οδηγω
- 檃 : tool used for shaping wood (old);
- 櫽 : tool used for shaping wood (old); old variant of 檃[yin3];
- 磤 : (onom.) sound of thunder;
- 縯 : long;
- 蚓 : earthworm;
- 螾 : the earthworm;
- 隐 : κρυμμένος
- 隠 : Japanese variant of 隱|隐[yin3];
- 隱 : hidden
- 靷 : traces (of a carriage);
- 饮 : ποτό
Λέξεις που περιέχουν 瘾, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 过瘾 (guò yǐn) : απολαυστικός
- 上瘾 (shàng yǐn) : εθισμένος