专门 έννοια και προφορά

专门
Απλοποιημένη λέξη
專門
Παραδοσιακή λέξη

专门 ελληνικός ορισμός

zhuān mén

  • ειδικευμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhuān): ειδικευμένος
  • (mén): πόρτα

Παραδείγματα ποινών με 专门

  • 我是专门来看你的。
    Wǒ shì zhuānmén lái kàn nǐ de.