门 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

门 ελληνικός ορισμός

mén

  • πόρτα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : mountain pass; defile (archaic);
  • : lay hands on; to cover;
  • : elm; gum;
  • : (gem); rouge;
  • : porridge; rice sprouts;
  • : mendelevium (chemistry);
  • : door

Παραδείγματα ποινών με 门

  • 请开门,让我进去。
    Qǐng kāimén, ràng wǒ jìnqù.
  • 我在门外等你。
    Wǒ zài mén wài děng nǐ.
  • 今年我有五门课。
    Jīnnián wǒ yǒu wǔ mén kè.
  • 你向着门外走。
    Nǐ xiàngzhe mén wài zǒu.
  • 他关上了门。
    Tā guānshàngle mén.

Λέξεις που περιέχουν 门, ανά επίπεδο HSK