习惯 έννοια και προφορά

习惯
Απλοποιημένη λέξη
習慣
Παραδοσιακή λέξη

习惯 ελληνικός ορισμός

xí guàn

  • συνήθεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xí): μαθαίνω
  • (guàn): μεταχειρισμένος

Παραδείγματα ποινών με 习惯

  • 饭前洗手是好习惯。
    Fàn qián xǐshǒu shì hǎo xíguàn.
  • 我不习惯吃太辣的菜。
    Wǒ bù xíguàn chī tài là de cài.
  • 女儿养成了每天写日记的习惯。
    Nǚ'ér yǎng chéngle měitiān xiě rìjì de xíguàn.
  • 我从小就养成这个习惯。
    Wǒ cóngxiǎo jiù yǎng chéng zhège xíguàn.
  • 他已经习惯了一个人生活。
    Tā yǐjīng xíguànle yīgè rén shēnghuó.