了不起 έννοια και προφορά

了不起
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

了不起 ελληνικός ορισμός

liǎo bu qǐ

  • φοβερο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (le): πάνω
  • (bù): μην
  • (qǐ): από