起 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

起 ελληνικός ορισμός

  • από

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : επαιτεία
  • : επιχείρηση
  • : αρχή
  • : star;
  • : mountain without vegetation; the residence of one's mother; see also 岵[hu4];
  • : πως
  • : to pick up thing with chopsticks or pincers.;
  • : Chinese wolfberry shrub (Lycium chinense); willow;
  • : tally for going through a pass;
  • : type of jade ornament for court dress (old);
  • : embroidered banner;
  • : beautiful; open-work silk;
  • : Panicum miliaceum;
  • : How

Παραδείγματα ποινών με 起

  • 对不起,我不爱你了,我爱她!
    Duìbùqǐ, wǒ bù ài nǐle, wǒ ài tā!
  • 妈妈 50 岁了,看起来还很年轻。
    Māmā 50 suìle, kàn qǐlái hái hěn niánqīng.
  • 我们准备一起再玩(儿)一小时。
    Wǒmen zhǔnbèi yīqǐ zài wán (er) yī xiǎoshí.
  • 让大家起床吧。
    Ràng dàjiā qǐchuáng ba.
  • 西瓜也要一起洗。
    Xīguā yě yào yīqǐ xǐ.

Λέξεις που περιέχουν 起, ανά επίπεδο HSK