亲密 έννοια και προφορά

亲密
Απλοποιημένη λέξη
親密
Παραδοσιακή λέξη

亲密 ελληνικός ορισμός

qīn mì

  • κλείσε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qīn): αγαπητός
  • (mì): πυκνός