人口 έννοια και προφορά

人口
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

人口 ελληνικός ορισμός

rén kǒu

  • πληθυσμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rén): ανθρωποι
  • (kǒu): στόμα