口 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

口 ελληνικός ορισμός

kǒu

  • στόμα

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 口

  • 想学好外语,要多开口说。
    Xiǎng xuéhǎo wàiyǔ, yào duō kāikǒu shuō.
  • 我在大楼的入口等你。
    Wǒ zài dàlóu de rùkǒu děng nǐ.
  • 前面第一个路口向左转,你就能看到医院了。
    Qiánmiàn dì yī gè lùkǒu xiàng zuǒ zhuǎn, nǐ jiù néng kàn dào yīyuànle.

Λέξεις που περιέχουν 口, ανά επίπεδο HSK