口
口 ελληνικός ορισμός
kǒu
- στόμα
kǒu
- στόμα
Επίπεδα HSK
Παραδείγματα ποινών με 口
-
想学好外语,要多开口说。
Xiǎng xuéhǎo wàiyǔ, yào duō kāikǒu shuō. -
我在大楼的入口等你。
Wǒ zài dàlóu de rùkǒu děng nǐ. -
前面第一个路口向左转,你就能看到医院了。
Qiánmiàn dì yī gè lùkǒu xiàng zuǒ zhuǎn, nǐ jiù néng kàn dào yīyuànle.
Λέξεις που περιέχουν 口, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
口 (kǒu): στόμα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 入口 (rù kǒu) : είσοδος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 出口 (chū kǒu) : εξαγωγή
- 借口 (jiè kǒu) : δικαιολογία
- 进口 (jìn kǒu) : εισαγωγή
- 口味 (kǒu wèi) : γεύση
- 人口 (rén kǒu) : πληθυσμός
- 胃口 (wèi kǒu) : όρεξη
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 港口 (gǎng kǒu) : λιμάνι
- 可口 (kě kǒu) : γευστικός
- 口气 (kǒu qì) : τόνος
- 口腔 (kǒu qiāng) : στοματική κοιλότητα
- 口头 (kǒu tóu) : από το στόμα
- 口音 (kǒu yīn) : προφορά
- 缺口 (quē kǒu) : χάσμα