人生 έννοια και προφορά

人生
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

人生 ελληνικός ορισμός

rén shēng

  • ζωη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rén): ανθρωποι
  • (shēng): γεννάω

Παραδείγματα ποινών με 人生

  • 他已经习惯了一个人生活。
    Tā yǐjīng xíguànle yīgè rén shēnghuó.