生
                
                
                    
                    Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας
                    
                
            生 ελληνικός ορισμός
        
            shēng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - γεννάω
shēng
- γεννάω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 生
- 
                    习先生怎么样不这儿了?
 Xí xiānshēng zěnme yàng bù zhè'erle?
- 
                    那些学生不听老师。
 Nàxiē xuéshēng bù tīng lǎoshī.
- 
                    我的医生是一个好人。
 Wǒ de yīshēng shì yīgè hǎorén.
- 
                    我爸爸是医生。
 Wǒ bàba shì yīshēng.
- 
                    我不是学生。
 Wǒ bùshì xuéshēng.
Λέξεις που περιέχουν 生, ανά επίπεδο HSK
- 
                    
                        Λίστα λεξιλογίων HSK 1
                    
                    - 先生 (xiān sheng) : κύριος
- 学生 (xué sheng) : μαθητης σχολειου
- 医生 (yī shēng) : γιατροί
 
- 
                    
                        Λίστα λεξιλογίων HSK 2
                    
                    - 生病 (shēng bìng) : άρρωστος
- 生日 (shēng rì) : γενέθλια
 
- 
                    
                        Λίστα λεξιλογίων HSK 3
                    
                    - 生气 (shēng qì) : τσαντισμένος
 
- 
                    
                        Λίστα λεξιλογίων HSK 4
                    
                    - 出生 (chū shēng) : γεννημένος
- 发生 (fā shēng) : συμβούν
- 生活 (shēng huó) : ζωη
- 生命 (shēng mìng) : ζωη
- 生意 (shēng yì ) : επιχείρηση
- 卫生间 (wèi shēng jiān) : τουαλέτα
 
- 
                    
                        Λίστα λεξιλογίων HSK 5
                    
                    - 产生 (chǎn shēng) : παράγω
- 花生 (huā shēng) : αράπικο φιστίκι
- 陌生 (mò shēng) : παράξενος
- 人生 (rén shēng) : ζωη
- 生产 (shēng chǎn) : παράγω
- 生动 (shēng dòng) : ζωηρός
- 生长 (shēng zhǎng ) : καλλιεργώ
 
- 
                    
                        Λίστα λεξιλογίων HSK 6
                    
                    - 诞生 (dàn shēng) : γεννημένος
- 生存 (shēng cún) : επιζώ
- 生机 (shēng jī) : ζωτικότητα
- 生理 (shēng lǐ) : φυσιολογικός
- 生疏 (shēng shū) : σκουριασμένος
- 生态 (shēng tài) : οικολογία
- 生物 (shēng wù) : βιολογικός
- 生效 (shēng xiào) : τεθούν σε ισχύ
- 生肖 (shēng xiào ) : ζωδιακός κύκλος
- 生锈 (shēng xiù) : σκουριά
- 生育 (shēng yù) : γονιμότητα
- 天生 (tiān shēng) : γεννημένος
- 维生素 (wéi shēng sù) : βιταμίνες
- 自力更生 (zì lì gēng shēng) : αυτοδυναμία
 
