代理 έννοια και προφορά

代理
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

代理 ελληνικός ορισμός

dài lǐ

  • πληρεξούσιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dài): γενιά
  • (lǐ): λόγος