理
理 ελληνικός ορισμός
lǐ
- λόγος
lǐ
- λόγος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 㸚 : 𦙲
- 俚 : rustic; vulgar; unrefined; abbr. for 俚語|俚语[li3 yu3], slang;
- 哩 : mile (unit of length equal to 1,609.344 m); old form of modern 英里[Ying1 li3];
- 李 : υπήνεμος
- 浬 : nautical mile;
- 澧 : Lishui River in north Hunan, flowing into Lake Dongting 洞庭湖; surname Li;
- 礼 : τελετή
- 豊 : ceremonial vessel; variant of 禮|礼[li3];
- 逦 : winding;
- 醴 : sweet wine;
- 里 : σε
- 锂 : lithium (chemistry);
- 鲤 : carp;
- 鳢 : snakefish; snakehead mullet;
Παραδείγματα ποινών με 理
-
他是我们公司的经理。
Tā shì wǒmen gōngsī de jīnglǐ. -
这件事是经理决定的。
Zhè jiàn shì shì jīnglǐ juédìng de. -
经理对他很满意。
Jīnglǐ duì tā hěn mǎnyì. -
在今天,过去的东西我们都不太理解了。
Zài jīntiān, guòqù de dōngxī wǒmen dōu bù tài lǐjiěle. -
现在是谁管理这座房子?
Xiànzài shì shuí guǎnlǐ zhè zuò fángzi?
Λέξεις που περιέχουν 理, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 经理 (jīng lǐ) : διευθυντής
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 管理 (guǎn lǐ) : διαχείριση
- 理发 (lǐ fà) : κουρεμα μαλλιων
- 理解 (lǐ jiě) : κατανόηση
- 理想 (lǐ xiǎng) : ιδανικός
- 修理 (xiū lǐ) : επισκευή
- 整理 (zhěng lǐ) : ξεδιαλύνω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 办理 (bàn lǐ) : λαβή
- 处理 (chǔ lǐ) : ασχολούμαι με
- 道理 (dào lǐ) : λόγος
- 地理 (dì lǐ) : γεωγραφία
- 合理 (hé lǐ) : λογικός
- 理论 (lǐ lùn) : θεωρία
- 理由 (lǐ yóu) : λόγος
- 物理 (wù lǐ) : φυσικός
- 心理 (xīn lǐ) : ψυχολογικός
- 总理 (zǒng lǐ) : πρωθυπουργός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 代理 (dài lǐ) : πληρεξούσιο
- 理睬 (lǐ cǎi) : δώσε προσοχή στο
- 理所当然 (lǐ suǒ dāng rán) : φυσικά
- 理直气壮 (lǐ zhí qì zhuàng) : ειλικρινής
- 理智 (lǐ zhì) : λόγος
- 岂有此理 (qǐ yǒu cǐ lǐ) : παράλογος
- 清理 (qīng lǐ) : καθάρισε
- 情理 (qíng lǐ) : έννοια
- 审理 (shěn lǐ) : δίκη
- 生理 (shēng lǐ) : φυσιολογικός
- 条理 (tiáo lǐ) : διοργάνωσε
- 推理 (tuī lǐ) : αιτιολογία
- 无理取闹 (wú lǐ qǔ nào) : παράλογος
- 原理 (yuán lǐ) : αρχή
- 真理 (zhēn lǐ) : αλήθεια
- 治理 (zhì lǐ) : διακυβέρνηση
- 助理 (zhù lǐ) : βοηθος διευθυντη