伪造 έννοια και προφορά

伪造
Απλοποιημένη λέξη
僞造
Παραδοσιακή λέξη

伪造 ελληνικός ορισμός

wěi zào

  • πλαστογραφία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wěi): ψευδής
  • (zào): φτιαχνω, κανω