造
造 ελληνικός ορισμός
zào
- φτιαχνω, κανω
zào
- φτιαχνω, κανω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 喿 : chirping of birds;
- 噪 : θόρυβος
- 慥 : sincere;
- 梍 : Chinese honey locust (Gleditsia sinensis); now written zào jiá 皂莢|皂荚;
- 灶 : κουζίνα
- 燥 : στεγνός
- 皁 : black; police runners, from the black clothes formerly worn by them;
- 皂 : σαπούνι
- 簉 : deputy; subordinate; concubine;
- 趮 : easily provoked, hasty; fierce, cruel;
- 躁 : ανυπόμονος
Λέξεις που περιέχουν 造, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 创造 (chuàng zào) : δημιουργώ
- 造成 (zào chéng) : αιτία
- 制造 (zhì zào) : κατασκευή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 塑造 (sù zào) : σχήμα
- 伪造 (wěi zào) : πλαστογραφία
- 造型 (zào xíng) : πρίπλασμα
- 铸造 (zhù zào) : χύσιμο