造 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

造 ελληνικός ορισμός

zào

  • φτιαχνω, κανω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : chirping of birds;
  • : θόρυβος
  • : sincere;
  • : Chinese honey locust (Gleditsia sinensis); now written zào jiá 皂莢|皂荚;
  • : κουζίνα
  • : στεγνός
  • : black; police runners, from the black clothes formerly worn by them;
  • : σαπούνι
  • : deputy; subordinate; concubine;
  • : easily provoked, hasty; fierce, cruel;
  • : ανυπόμονος

Λέξεις που περιέχουν 造, ανά επίπεδο HSK