位于 έννοια και προφορά

位于
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

位于 ελληνικός ορισμός

wèi yú

  • χουζουρεύω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wèi): κομμάτι
  • (yú): σε