位 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

位 ελληνικός ορισμός

wèi

  • κομμάτι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 位

  • 这位司机开出租车 5 年多了。
    Zhè wèi sījī kāi chūzū chē 5 nián duōle.
  • 他真是一位好老师。
    Tā zhēnshi yī wèi hǎo lǎoshī.
  • 这辆汽车上有 23 个座位。
    Zhè liàng qìchē shàng yǒu 23 gè zuòwèi.
  • 他把座位让给了一位老人。
    Tā bǎ zuòwèi ràng gěile yī wèi lǎorén.
  • 各位顾客,欢迎您乘坐我们的航班。
    Gèwèi gùkè, huānyíng nín chéngzuò wǒmen de hángbān.

Λέξεις που περιέχουν 位, ανά επίπεδο HSK